pathogénésie

  • 31παθογενεσία — η ιατρ. το σύνολο τών σημείων και συμπτωμάτων τα οποία προκαλούνται σε ένα υγιές άτομο από ουσία οργανική, μεταλλική ή φυτική ή από θεραπευτική εφαρμογή τών ουσιών αυτών σε ομοιοπαθητική δόση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pathogenesie… …

    Dictionary of Greek

  • 32patogenezie — patogenezíe s.f. (înv.) ramură a medicinii care studiază mecanismul tulburărilor funcţionale sau organice care stau la baza unor boli; simptomalogie, patogenie. Trimis de blaurb, 25.08.2006. Sursa: DAR  PATOGENEZÍE s. f. ansamblu de simptome… …

    Dicționar Român